Η ενδαγγειακή χειρουργική στηρίζεται στη διαστολή των στενωμένων αρτηριών με μπαλόνι. Η διαστολή γίνεται με το φούσκωμα του μπαλονιού με αρκετές ατμόσφαιρες, από 4 μέχρι 9, μερικές φορές. Και συχνά στο διεσταλμένο αυτό αγγείο τοποθετείται εσωτερικός «νάρθηκας» το λεγόμενο stent το οποίο μπαίνει κλειστό και ανοίγει με ειδικό μηχανισμό ενώ βρίσκεται μέσα στην αρτηρία και την κρατάει για πάντα ανοικτή. Τα ενδαγγειακά stent έχουν ιδιαίτερη θέση στις στενώσεις των λαγονίων αρτηριών και των επιπολής μηριαίων αρτηριών. Μεγάλη και ισχυρή ένδειξη έχουν στην αντιμετώπιση των ανευρυσμάτων της κοιλιακής αορτής και των ανευρυσμάτων της ιγνιακής αρτηρίας. Της τοποθέτησης του stent προηγείται λεπτομερειακός έλεγχος με ψηφιακή αγγειογραφία ή αξονική αγγειογραφία και στην περίπτωση του ανευρύσματος με αξονική τομογραφία ανά μισό ή 1 εκατοστό για την μελέτη του μεγέθους της φυσιολογικής αρτηρίας ούτως ώστε το stent να εφαρμόσει στερεά και να μην επιτρέπεται μετά την τοποθέτησή του η ανατροφοδότηση με αίμα του ανευρύσματος. Το μειονέκτημα της ενδαγγειακής χειρουργικής είναι ότι η κακή τοποθέτηση ενός stent είναι δύσκολο να διορθωθεί είτε με άλλο stent είτε με χειρουργική επέμβαση. Δηλαδή, η ενδαγγειακή χειρουργική είναι μία χειρουργική η οποία δεν επιδέχεται εύκολα διορθώσιμων επιπλοκών. Αυτό σημαίνει ότι πρώτον η επιλογή της ενδαγγειακής μεθόδου αντιμετώπισης ενός προβλήματος αγγειοχειρουργικού πρέπει να είναι αποτέλεσμα σοβαρής μελέτης και σοβαρής χειρουργικής τακτικής και δεύτερον ο χειρουργός ο οποίος ασχολείται ή επιχειρεί με ενδαγγειακή χειρουργική πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει και τις πιθανές επιπλοκές του.